ξαρμάτωμα

ξαρμάτωμα
το [ξαρματώνω]
1. η αφαίρεση τού οπλισμού, ο αφοπλισμός
2. ναυτ. η αφαίρεση τής εξαρτίας τού πλοίου, παροπλισμός
3. μτφ. προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τών όπλων του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξαρμάτωμα — το, ατος 1. αφαίρεση οπλισμού, αφόπλιση, αφοπλισμός, παροπλισμός. 2. προσβολή από τον αφοπλισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξαρμάτωμα — και ξαρμάτωμα το [εξαμαρτώνω] 1. η βίαιη αφαίρεση τού οπλισμού από κάποιον, αφοπλισμός 2. (για πλοίο) παροπλισμός 3. συνεκδ. η προσβολή που γίνεται σε κάποιον με την αφαίρεση τού οπλισμού του …   Dictionary of Greek

  • παροπλισμός — παροπλισμός, ο και παρόπλιση, η αφοπλισμός, ξαρμάτωμα πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”